Είναι 14 Ιουλίου 1907 ημέρα κατά την οποία στη συνοικία της πόλης Καμενίκια και μέσα στην αυλή της εκκλησίας Ευαγγελίστριας παίζεται ένα δράμα Ηρωικό αλλά συγχρόνως και μακάβριο.
Τον ρόλο του πρωταγωνιστού παίζει ο Μητρούσης Γκογκολάκης.
Ο Μητρούσης γεννήθηκε στο χωριό Χομόνδος των Σερρών που σήμερα φέρει το ένδοξο όνομά του.
Ο Μητρούσης δεν ξεύρει Ελληνικά ομιλεί μόνον την Βουλγαρική γλώσσα, που ήταν και η γλώσσα του χωριού του την εποχή εκείνη. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να μην είναι Βούλγαρος αλλά να είναι ένας γνήσιος Έλληνας με μια ψυχή Ελληνική καθαρά Μακεδονική, ψυχή που γνωρίζει όχι μόνον να είναι Ελληνική αλλά και να θυσιάζεται για την πατρίδα του την Ελλάδα.
Την εποχή εκείνη στα Σέρρας δρα το Βουλγαρικό κομιτάτο. Γίνεται μια μεγάλη προπαγάνδα σε επίπεδο εκκλησιαστικό υπέρ της Σχισματικής Εξαρχίας, αλλά και προπαγάνδα σε επίπεδο εκπαιδευτικό, για την διάδοση της Βουλγαρικής γλώσσας και συγχρόνως στον προσηλυτισμό των νέων και προπαγάνδα για τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, με το απατηλό δόγμα των Σαράφωφ Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες.
Γίνονται διάφορα επεισόδια καθημερινά καίγονται Ελληνικές εκκλησίες και σχολεία, σφάζονται παπάδες και δάσκαλοι καθώς και σημαίνοντα πρόσωπα που δεν ακολουθούν τα διδάγματά των.
Η Μακεδονική ύπαιθρος κατακλύζεται από Βούλγαρους κομιτατζήδες και σε πείσμα όλων αυτών ολόκληρος ο Ελληνισμός οργανώνεται στην οργάνωση Μακεδονικός Αγώνας.
Τα Ελληνικά Αντάρτικα σώματα χτυπούν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και προστατεύουν την Μακεδονία.
Στην πόλη μας ιδρύεται ο σύλλογος ΟΡΦΕΑΣ ο οποίος αναλαμβάνει όλο το βάρος του αγώνα στην περιφέρειά μας.
Πρωτοστατούν οι ορφικοί οπλαρχηγοί Δούκας, Βουλασίκης, Μάρτζιος Βλάχμπεης, Γιαγλής, Σέρπης, Μακούλης, και σε λίγο θα προστεθεί σε αυτούς και ένας άλλος Ήρωας ο Μητρούσης Γκογκολάκης.
Οι Βούλγαροι ξεχωρίζουν αμέσως στο Χομόνδος την επιβλητική και ατρόμητη φυσιογνωμία του Μητρούση και τον πλησιάζουν, και με διάφορες δελεαστικές προτάσεις προσπαθούν να γίνει δικός τους.
Ο Μητρούσης όμως βροντοφωνάζει Έλληνας γεννήθηκα και Έλληνας θα πεθάνω, δεν γίνομαι Βούλγαρος. Με την απάντηση όμως αυτή το Βουλγαρικό κομιτάτο προγράφει τον Μητρούση και ο αρχικομιτατζής Τάσκας ξεκινά για την εκτέλεσή του.
Μόλις πέφτει το σκοτάδι οι κομιτατζήδες πηγαίνουν στο Χομόνδος και μπαίνουν στο σπίτι του Μητρούση, δεν τον βρίσκουν όμως εκεί και σφάζουν την γυναίκα του και φεύγουν.
Σε λίγο ο Μητρούσης έρχεται στο σπίτι του και βρίσκει την γυναίκα του κατακρεουργημένη. Το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι του τον πνίγει η αγανάκτηση και το μίσος και ορκίζεται εκδίκηση, σκοτώνει μερικούς συγχωριανούς του που είχαν προσχωρήσει στους Βουλγάρους και βγαίνει στο κλαρί. Εντάσσεται στο Σώμα του Γιαγλή σφάζουν όσους Βούλγαρους συναντούν και ένα βράδυ μπαίνουν στο Καρατζτιά Κιόï που ήταν η έδρα του Τάσκα σφάζουν ομαδικώς Βουλγάρους και καίουν τα σπίτια τους.
Το γεγονός αυτό αναστατώνει τις Τουρκικές Αρχές που ήσαν στην πόλη την εποχή εκείνη, γίνεται μεγάλος θόρυβος και αναγκάζεται το κέντρο του Μακεδονικού αγώνα να τον απομακρύνει και τον στέλνει στην Αθήνα.
Ο Μητρούσης όμως στεναχωρείται δεν τον χωρά η Αθήνα θέλει δράση και μετά δυο μήνες γυρίζει στα γνωστά του χώματα.
Αμέσως συγκροτεί δικό του αντάρτικο Σώμα με τον ανεψιό του Μιχάλη Ουζούνη και τον εξάδελφό του Γιοβάνη Ούρδα και εθελοντές τον Νίκο Παναγιώτου από το Αγρίνιο και Θεόδωρο Τουρλεντέ φοιτητή της Ιατρικής από την Μεγαλόπολη της Αρκαδίας και μια μέρα μπαίνει στα Σέρρας με σκοπό να σφάξει όλους τους καθηγητές και τους μαθητές του Βουλγαρικού Γυμνασίου, και με την καθοδήγηση του Θανάση Παπαστεργίου, γιού του Ιερέα της συνοικίας Καμενίκια Παπαστεργίου που συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα εγκαθίσταται σε ένα μικρό σπιτάκι της αυλής της εκκλησίας Ευαγγελίστριας.
Δυστυχώς όμως προδίδεται και ο Τουρκικός στρατός περικυκλώνει την Καμενίκια και ο Τούρκος Διοικητής της χωροφυλακής τον καλεί να παραδοθεί. Ο Μητρούσης με το πρόσχημα ότι θα παραδοθεί παρασύρει τον Τούρκο Διοικητή της χωροφυλακής μέχρι την πόρτα του σπιτιού, τον τραβά μέσα και τον αποκεφαλίζει.
Αμέσως οι σφαίρες των Τούρκων πέφτουν σαν βροχή και το σπίτι παίρνει φωτιά. Ο Τουρλεντές είναι πληγωμένος με σπασμένο το πόδι και καίγεται μέσα στο σπίτι, οι άλλοι πηδούν στην αυλή της εκκλησίας. Ο Ούρδας με τον Παναγιώτου μπαίνουν στην εκκλησία, Ο Μητρούσης με τον ανεψιό του Ουζούνη, ανεβαίνουν στο καμπαναριό.
Όλοι πολεμούν για επτά ολόκληρες ώρες, οι σφαίρες όμως των παλικαριών τελειώνουν.
Ο Ούρδας βαριά πληγωμένος συλλαμβάνεται με τον Παναγιώτου στην εκκλησία και ο Μητρούσης σκοτώνει τον ανεψιό του Ουζούνη για να μη συλληφθεί και αυτός αφού έριξε και την τελευταία του σφαίρα βγάζει το μαχαίρι του και σχίζει την κοιλιά του και ξεψυχάει ψιθυρίζοντας Ελλάδα.
Όλη η πόλη πενθεί τους ήρωες. Οι Ελληνίδες των Σερρών ζητούν να θάψουν τους νεκρούς. Οι Τούρκοι δεν το επιτρέπουν αλλά τελικώς υποχωρούν και έτσι οι τρεις Ήρωες Μητρούσης Τουρλεντές και Ουζούνης θάβονται στο νεκροταφείο από 3 – 4 γυναίκες κατά διαταγή των Τούρκων.
Οι συλληφθέντες Γιοβάνης Ούρδας και Νίκος Παναγιώτου φυλακίζονται και στις 2 Δεκεμβρίου 1907 καταδικάζονται και οδηγούνται στην κρεμάλα ζητωκραυγάζοντες για την Ελλάδα. Τα σώματά τους κρέμονται ολόκληρη μέρα, το πένθος για τους Έλληνες είναι γενικό και τα καταστήματα είναι κλειστά όλη μέρα.
Οι Ελληνίδες των Σερρών κηδεύουν και τους δυο αυτούς Ήρωες και έτσι τελειώνει η τελευταία σκηνή του δράματος.
Η πόλη των Σερρών τιμώντας το άξιο παλικάρι Καπετάν Μητρούση έστησε το άγαλμά του στο προαύλιο της εκκλησίας Ευαγγελίστριας εκεί όπου εξελίχθηκε το όλο δράμα.
Η λαϊκή μούσα απαθανάτισε τον Ήρωα με το τραγούδι:
Μητρούσης Καπετάνιος
Θεόν παρακαλεί
Να έμπει μέσα στα Σέρρας
Να σύρει το σπαθί
κ.λ.π
Αυτός ήταν ο Μητρούσης ο αγράμματος χωρικός από το Χομόνδος ο οποίος όμως είχε υψηλά ιδανικά και ήξερε να πεθαίνει για το Έθνος για την πατρίδα του την Ελλάδα, την Μακεδονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου